- ἀνηκίδωτος
- ἀνηκίδωτος, ον, ([etym.] ἀκῐδωτός)A without point, A.Fr.279; opp.
ἠκιδωμένος, βέλη IG2.807b138
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἠκιδωμένος, βέλη IG2.807b138
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανηκίδωτος — ἀνηκίδωτος, ον (Α) [ακιδωτός] ο χωρίς ακίδα, αυτός που δεν έχει αιχμή … Dictionary of Greek
ἀνηκίδωτοι — ἀνηκίδωτος without point masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)